χηρευάμενος

χηρευάμενος
ο
ο χήρος

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χηρευάμενος — ο, θηλ. χηρευάμενη, Ν χηράμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος, πρβλ. ἱστ άμενος (πρβλ. λεγ άμενος, πετ άμενος)] …   Dictionary of Greek

  • -άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… …   Dictionary of Greek

  • χηράμενος — ο, θηλ. χηράμενη, Ν χηρευάμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ εύω, κατά τις μτχ. σε άμενος (πρβλ. λεγ άμενος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”